φαλαινοθήρας

φαλαινοθήρας
ο китобой (человек)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαλαινοθήρας" в других словарях:

  • φαλαινοθήρας — ο, Ν αυτός που αλιεύει φάλαινες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαινα + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • φαλαινοθήρας — ο αυτός που θηρεύει (αλιεύει) φάλαινες, ο κυνηγός, ο αλιέας φάλαινας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • φαλαινοθηρία — η, Ν (αλιευτ.) αλιεία φαλαινών για την παραγωγή τροφής, ελαίου ή και τών δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλαινοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Αγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • φαλαινοθηρίδα — η, Ν το φαλαινοθηρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλαινοθήρας + κατάλ. ίδα (πρβλ. ναυαρχ ίδα). Η λ., στον λόγιο τ. φαλαινοθηρίς, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • φαλαινοθηρικός — ή, ό, Ν [φαλαινοθήρας] 1. φαλαιναλιευτικός 2. το ουδ. ως ουσ. το φαλαινοθηρικό (αλιευτ.) πλοίο ειδικής κατασκευής και κατάλληλα εξοπλισμένο για την αλιεία φαλαινών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»